κριθοφάγος

κριθοφάγος
κριθοφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώγει κριθάρι («κριθοφάγοι ὄρνιθες», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + -φάγος (< θ. -φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον αόρ. τού ἐσθίω), πρβλ. κρεο-φάγος, σιτο-φάγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κριθοφάγον — κριθοφάγος living on barley masc/fem acc sg κριθοφάγος living on barley neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθοφάγοι — κριθοφάγος living on barley masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθοφάγου — κριθοφάγος living on barley masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθοφάγους — κριθοφάγος living on barley masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθοφάγων — κριθοφάγος living on barley masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

  • κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… …   Dictionary of Greek

  • κριθοτράγος — κριθοτράγος, ον (Α) αυτός που τρώγει κριθάρι, κριθοφάγος («φῡλα μυρία κριθοτράγων σπερμολόγων τε γένη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + τράγος (< θ. τραγ , πρβλ. τραγ είν αόρ. τού τρώγω), πρβλ. οψο τράγος, συκο τράγος] …   Dictionary of Greek

  • κριθοφαγία — κριθοφαγία, ἡ (Α) [κριθοφάγος] το να τρώγει κάποιος κριθάρι, ως τιμωρία, στον ρωμαϊκό στρατό («τοῡ δὲ παραδειγματισμοῡ τοῡ κατὰ τὴν κριθοφαγίαν ὁμοίως συμβαίνοντος», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • κριθοφαγώ — κριθοφαγῶ, έω (Μ) [κριθοφάγος] τρέφομαι με κριθάρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”